Νικόλαος Δαμασκηνός

Νικόλαος Δαμασκηνός
Βλ. λ. Δαμασκηνός, Νικόλαος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Δαμασκηνός, Νικόλαος — (τέλη 1ου αι. π.Χ. – αρχές 1ου αι. μ.Χ.). Ιστορικός και φιλόσοφος. Γεννήθηκε στη Δαμασκό, στην οποία οφείλει άλλωστε και το επώνυμό του, και ήταν σύγχρονος και φίλος του Αύγουστου Καίσαρα και του βασιλιά Ηρώδη. Κατά το 5 π.Χ. στάλθηκε από τον… …   Dictionary of Greek

  • Nicolaus of Damascus — (Greek: Νικόλαος Δαμασκηνός, Nikolāos Damaskēnos) was a Greek[1] historian and philosopher who lived during the Augustan age of the Roman Empire. His name is derived from that of his birthplace, Damascus. He was born around 64 BC.[2] He was an… …   Wikipedia

  • Николай Дамаскин — (Nicolaus Damascenns, Νικόλαος Δαμασκηνός) греч. историк и философ перипатетик; родился, вероятно, в 64 г. до Р. Хр.; происходил из знатной фамилии в Дамаске; был воспитателем детей Антония и Клеопатры и другом Ирода; впоследствии пользовался… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Nicolás de Damasco — o Damasceno (griego Νικόλαος Δαμασκηνός, Nikolāos Damaskēnos) (64 a. C. después del 4 a. C.) fue un historiador y filósofo sirio[1] que vivió en tiempos del emperador romano Augusto. La apelación de Damasco hace alusión a su… …   Wikipedia Español

  • Николай Дамасский — (др. греч. Νικόλαος Δαμασκηνός; лат. Nikolaus Damascenus; ок. 64 до н. э., Дамаск после 4 года н. э.) древнегреческий историк и философ. Содержание 1 Биография …   Википедия

  • περιπατητική σχολή — Ονομάστηκε έτσι η σχολή που ίδρυσε ο Αριστοτέλης από τη συνήθειά του να διδάσκει τους μαθητές του περπατώντας στις στοές του Λυκείου. Η κατεύθυνση της σχολής, μετά τον θάνατο του Αριστοτέλη, είναι κυρίως νατουραλιστική και χαρακτηρίζεται από την… …   Dictionary of Greek

  • Σωσάννα — I Λέγεται και Σουσάννα. Βιβλικό πρόσωπο γνωστό για τη σεμνότητα του, από τη φυλή του Ιούδα. Ήταν κόρη του Ελκία, και σύζυγος του Ιωακείμ, τον οποίο ακολούθησε στη Βαβυλώνα κατά την αιχμαλωσία. Δύο ηλικιωμένοι κριτές του Ισραήλ της επιτέθηκαν στο… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”